Στη 1η θέση
της Ευρώπης κατατάσσεται η Ελλάδα με τους
ιδιοκτήτες ακινήτων με ή χωρίς δανεισμό να
δαπανούν άνω του 50% του εισοδήματος τους για το
κόστος στέγασης.
Τη δεδομένη χρονική
στιγμή το υψηλό
κόστος στέγης απασχολεί
όλη την Ευρωπαϊκή
Ένωση όπως
και τη χώρα μας, όπου
σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το
2019 διατηρούσε την
πρωτοκαθεδρία στην
Ευρώπη όσον αφορά το
κόστος στέγασης, είτε
πρόκειται για
ενοικιαστές που το
62,1% δαπανούσαν
άνω του 50% του
διαθέσιμου εισοδήματος
τους,
είτε για ιδιοκτήτες
ακινήτων με ή χωρίς
δανεισμό .
Όπως διαβάζουμε στην
Ημερησία, σύμφωνα με τα
στοιχεία της Eurostat το
2019, το 13,7% των
ιδιοκτητών ακινήτων της
χώρα μας με δανεισμό,
δαπανούσαν άνω του 50%
του διαθέσιμου
εισοδήματος τους για την
κάλυψη του κόστους
στέγασης (
συμπεριλαμβάνονται
λογαριασμοί κοινής
ωφελείας, κοινόχρηστα
κλπ.) ενώ το αντίστοιχο
ποσοστό ιδιοκτητών χωρίς
δανεισμό αγγίζει το
15,6%.
Σύμφωνα με το κάτωθι
πίνακα, κατανοούμε ότι
στη χώρα μας τα ποσοστά
είναι άκρως «απογοητευτικά»,
σε σύγκριση με τις 30
χώρες της Ευρώπης που
πραγματοποιήθηκε η
σχετική έρευνα.
Το αντίστοιχο ποσοστό
ιδιοκτητών με δανεισμό
που δαπανούσαν άνω του
50% του εισοδήματος τους
για το κόστος στέγασης
στην Πορτογαλία ήταν
μόλις 1,4%, στην Ισπανία 2,3%,
στη Γερμανία 6,4%,
στη Γαλλία 0,3%,
στη Κύπρο 0%,
στην Ελβετία 2,9%
και στην Ιταλία 2%.
Ενώ, το αντίστοιχο ο
ποσοστό των ιδιοκτητών
χωρίς δανεισμό που
δαπανούσαν άνω του 50%
του εισοδήματος τους για
το κόστος στέγασης στην Πορτογαλία ήταν
1,1%, στην Ισπανία 1,4%,
στη Γερμανία 7%,
στη Γαλλία 0,3%,
στη Κύπρο 0,1%,
στην Ελβετία 7,1%
και στην Ιταλία 2,6%.
Σύμφωνα με τα άνωθεν
δεδομένα, τα
συμπεράσματα που
προκύπτουν είναι ότι,
είτε τα εισοδήματα των
Ελλήνων συρρικνώθηκαν
δραματικά όλα τα
προηγούμενα χρόνια, είτε
το κόστος στέγασης στη
χώρα μας έχει εκτοξευτεί
σε σύγκριση με τις
υπόλοιπες χώρες της
Ευρώπης.
Μερίδιο του πληθυσμού με
επιβάρυνση κόστους
στέγασης άνω του 50 %
του διαθέσιμου
εισοδήματος (2019)
Το άλλοτε πολυπόθητο
αγαθό για τον Έλληνα
έχει πολιορκηθεί με
φόρους που αυξήθηκαν
600% σύμφωνα
με έρευνα του ΟΟΣΑ για
την περίοδο 2009-2018,
τη στιγμή που οι
περισσότερες χώρες-μέλη
κατέγραψαν μείωση ή
σταθεροποίηση στην
επιβαλλόμενη φορολογία
στα ακίνητα. Στη χώρα
μας, η φορολογία
εκτινάχθηκε στα ύψη,
καθώς τα έσοδα από 0,3%
του ΑΕΠ το 2009, μια
δεκαετία μετά (έτος
2018) έφτασαν στο 2,1%
του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα συγκαταλεγόταν
στις πιο ακριβές,
φορολογικά χώρες για
ακίνητα και γη μεταξύ
των χωρών του ΟΟΣΑ.
Καταλάμβανε την 5η κατά
σειρά θέση μετά τον Καναδά, Ηνωμένο
Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Συρρίκνωση των
εισοδημάτων
Τη δραματική συρρίκνωση
του διαθέσιμου
εισοδήματος κατά την
περίοδο της κρίσης στην
Ελλάδα αποτυπώνει ο
Οργανισμός Οικονομικής
Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε
ειδική έκθεση για την
οικονομική κατάσταση των
νοικοκυριών στις
χώρες-μέλη του.
Από το 2007 έως το πρώτο
τρίμηνο του 2015, το
διαθέσιμο κατά κεφαλήν
εισόδημα μειώθηκε κατά
27,5%, με τους
καταναλωτές να χάνουν
περισσότερο από το ένα
τέταρτο του εισοδήματός
τους, ενώ εξίσου πτωτική
ήταν η πορεία των
δαπανών τους και της
αποταμίευσης.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι
όταν καταγραφόταν
συρρίκνωση του
διαθέσιμου εισοδήματος
στην Ελλάδα, στις χώρες
του ΟΟΣΑ καταγραφόταν
σημαντική αύξηση. Το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ
αυξήθηκε κατά 3,3% στο
πρώτο τρίμηνο του 2015
έναντι του 2007 στις
χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ το
κατά κεφαλήν διαθέσιμο
εισόδημα μεγεθύνθηκε
κατά 8,1%.
Ωστόσο, ακόμα και στις
άλλες δύο χώρες της
Ευρωζώνης που
εφαρμόστηκε μνημόνιο, οι
επιπτώσεις ήταν πολύ πιο
περιορισμένες από ό,τι
στην Ελλάδα. Στην
Πορτογαλία το κατά
κεφαλήν διαθέσιμο
εισόδημα από το 2007 έως
τις αρχές του 2015
μειώθηκε κατά 5,4% και
στην Ιρλανδία κατά 4,9%
Σύμφωνα με τα στοιχεία
της Έρευνας Εισοδήματος
και Συνθηκών Διαβίωσης
των Νοικοκυριών 2020 της
ΕΛΣΤΑΤ, o πληθυσμός που
βρίσκεται σε κίνδυνο
φτώχειας ή κοινωνικό
αποκλεισμό ανέρχεται στο
28,9% του πληθυσμού της
Χώρας (3.043.869 άτομα),
παρουσιάζοντας μείωση σε
σχέση με το 2019 κατά
1,1 ποσοστιαίες μονάδες
(3.161.936 άτομα που
αντιστοιχούσαν στο 30,0%
του πληθυσμού)
Το κατώφλι της φτώχειας
ανέρχεται στο ποσό των
5.266 ευρώ ετησίως ανά
μονοπρόσωπο νοικοκυριό
και σε 11.059 ευρώ για
νοικοκυριά με δύο
ενήλικες και δύο
εξαρτώμενα παιδιά
ηλικίας κάτω των 14 ετών
και ορίζεται στο 60% του
διάμεσου συνολικού
ισοδύναμου διαθέσιμου
εισοδήματος των
νοικοκυριών, το οποίο
εκτιμήθηκε σε 8.777 ευρώ,
ενώ το μέσο ετήσιο
διαθέσιμο εισόδημα των
νοικοκυριών της Χώρας
εκτιμήθηκε σε 17.250
ευρώ
Για το έτος 2020, το
βάθος (χάσμα) κινδύνου
φτώχειας ανήλθε σε
26,9%, σημειώνοντας
αύξηση σε σχέση με το
προηγούμενο έτος . Με
βάση το ποσοστό αυτό,
εκτιμάται ότι το 50% των
φτωχών κατέχουν εισόδημα
μικρότερο από το 73,1%
του κατωφλιού του
κινδύνου φτώχειας (το
οποίο ανέρχεται σε 5.266
ευρώ), δηλαδή κάτω από
3.849 ευρώ, ετησίως, ανά
άτομο
Τι ποσοστό του πληθυσμού δεν
μπορούσε να αντέξει
οικονομικά να διατηρήσει
το σπίτι του ζεστό
Η Ελλάδα το 2019
κατατάχθηκε στη 6η θέση
στο πίνακα των 27 χωρών
της Ευρώπης που το
17,9% του συνόλου του
πληθυσμού δεν μπορούσα
να διατηρήσει το σπίτι
του επαρκώς ζεστό,
όταν το μέσο ποσοστό του
πληθυσμού στην Ευρώπη
δεν ξεπερνούσε το 6,9% .
Όσον αφορά το πληθυσμό
που κινδυνεύει από
φτώχεια, το ποσοστό
εκτινάχθηκε στο 34,4%
καταλαμβάνοντας την 5η θέση
στο πίνακα των 27 χωρών
της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την ενεργειακή
κρίση που
διέπει πλέον το σύνολο
της Ευρώπης, το ποσοστό
του συνόλου του
πληθυσμού αλλά και του
πληθυσμού που κινδυνεύει
από τη φτώχεια (28,9%
του πληθυσμού της Χώρας
σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το
2020) στη
χώρα μας και που δεν θα
μπορεί να αντέξει
οικονομικά να διατηρήσει
το σπίτι του επαρκώς
ζεστό, ανάλογα με την
πολιτική της πολιτείας,
ενδέχεται να αυξηθεί
κατακόρυφα.
Μερίδιο του πληθυσμού
που αδυνατεί να κρατήσει
το σπίτι επαρκώς ζεστό
(2019)